- συνόν
- σύνειμι 1sumpres part act masc voc sgσύνειμι 1sumpres part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πίσυνον — πί̱συνον , πίσυνος trusting on masc/fem acc sg πί̱συνον , πίσυνος trusting on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβαρύνομαι — Α γραμμ. παίρνω κι εγώ βαρεία («ἔνθεν καὶ τὸ συνὸν ἐπίρρημα συμβαρύνεται», Απολλ. Δύσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + βαρύνομαι (< βάρος)] … Dictionary of Greek
χρησμόσυνον — τὸ, Α χρησμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. χρησμός, με κατάλ. συνον, ουδ. τής κατάλ. συνος] … Dictionary of Greek
ԳՈՅԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 1 0569 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 10c, 12c ա. Յաստուածայինս՝ իբր Համագոյ. էակից. իսկակից. մշտնջենաւորակից. որպէս յն. ὀμοούσιος, συνύπαρχων consubstantialis, coexistens *Վասն զի է բնութեամբ աստուած, բնութեամբ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)